επισεμνύνω

επισεμνύνω
ἐπισεμνύνω (AM) [σεμνύνω]
1. παθ. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι
2. δίνω σεμνότητα, λαμπρότητα σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσεπισεμνύνω — Α τιμώ επί πλέον κάποιον με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισεμνύνω «λαμπρύνω, μεγαλύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”